ἐριθευτός

ἐριθευτός
ἐρῑθ-ευτός, Cret. [suff] ἐρῑθ-εοτός, ή, όν,
A corrupt,

δίκα SIG526.26

(Itanos, iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εριθευτός — ἐριθευτός, ή, όν και κρητ. τ. ἐριθεοτός, ή, όν (Α) [εριθεύομαι] επιγρ. αυτός που δεκάζεται, που δωροδοκείται …   Dictionary of Greek

  • εριθευτικός — ἐριθευτικός, ή, όν (Μ) [εριθευτός] εριστικός («βλάσφημος καὶ ἐριθευτικὸς καὶ φιλόνεικος», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”